ἀνθυφίσταμαι
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 ἀνθυπέστην, undertake for another, ἀνθυποστῆναι (sc. χορηγός) undertake to seive as choragus in rivalry with another, D. 21.68:—later in Act., imply reciprocally, Dam.Pr.72.
German (Pape)
[Seite 236] aor. ἀνθυποστῆναι χορηγός, dagegen als Choreg auftreten, s. ὑφίστημι, Dem. 21, 68.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνθυπέστησα, inf. ao.2 ἀνθυποστῆναι;
entreprendre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυφίσταμαι: становиться на (чье-л.) место, замещать: ἀνθυποστῆναι χορηγός Dem. принять на себя обязанности хорега (вместо другого).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυφίσταμαι: ἀόρ. ἀνθυπέστην, ὑφίσταμαι καὶ ἐγώ, ἀναλαμβάνω καὶ ἐγώ, ἐχρῆν γὰρ αὐτόν, ... ὅτ’ ἐγὼ τῆς Πανδιονίδος χορηγὸς ὑπέστην ἐν τῷ δήμῳ, τότε τῆς Ἐρεχθηΐδος ἀναστάντα τῆς ἑαυτοῦ φυλῆς ἀνθυποστῆναι (δηλ. χορηγὸς γενέσθαι) Δημ. 536. 21· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνθυφεστῶτα· ἀντικαθεστῶτα».
Greek Monolingual
ἀνθυφίσταμαι (AM)
μσν.
αναλαμβάνω υποχρέωση
αρχ.
αναλαμβάνω τα βάρη μιας χορηγίας σε ανταγωνισμό με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
ἀνθυφίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ἀνθυπέστην· ἀνθυποστῆναι (ενν. χορηγὸς γενέσθαι), αναλαμβάνω να υπηρετήσω ως χορηγός αντί κάποιου άλλου, σε Δημ.
Middle Liddell
[sc. χορηγὸς γενέσθαι
to undertake to serve as choragus instead of another, Dem.