ἀνομοιόω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
(ἀνόμοιος)
A make unlike or make dissimilar, Pl.R. 546b, Prm. 148b:—Pass. (c. fut. Med., Porph.Abst.1.37), ἀνομοιοῦμαι = to be dissimilar or become dissimilar, Pl. Tht.166b,al.
II (ἀνά, ὁμοιόω) make even again, PHal.1.100 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
1 hacer desigual del alimento ἀνομοιοῖ τὰ ἐν ἑκάστοισι Hp.Alim.2, ἀνομοιώσει ἄρα τὸ ταὐτόν lo idéntico hará diferente (al Uno), Pl.Prm.148b, ὁμοιούντων τε καὶ ἀνομοιούντων elementos que igualan y desigualan Pl.R.546b.
2 en v. med. hacerse desigual c. dat. τὰ δὲ ἀνομοιούμενα ἑκάστοτε ἑαυτοῖς Pl.Ti.57c, cf. Procl.Inst.36, del ser τῷ μὲν ὁμοιώσεται, τῷ δὲ ἀνομοιώσεται Porph.Abst.1.57, abs. Pl.Tht.159a, 166b.
volver a igualar la tierra después de una excavación PHal.1.100 (III a.C.).
French (Bailly abrégé)
ἀνομοιῶ :
rendre dissemblable ; Pass. ἀνομοιοῦμαι = être dissemblable.
Étymologie: ἀνόμοιος.
German (Pape)
unähnlich, ungleich machen, Plat. Parm. 148b, oft. – Pass., ungleich werden, Plat. Theaet. 166b.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιόω: делать несходным Plat.; med. становиться или быть несходным: ἀνομοιούμενός τινι Plat. несходный с чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιόω: κάμνω τι ἀνόμοιον, ἤτοι διάφορον, Πλάτ. Πολ. 546Β, Παρμ. 148Β: - Παθ. (μετὰ μέσ. μέλλ., Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1. 37) εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνόμοιος, Πλάτ. Θεαίτ. 166Β, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monotonic
ἀνομοιόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάτι διαφορετικό ή ανόμοιο, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι ανόμοιος, στον ίδ.
Middle Liddell
[from ἀνόμοιος
to make unlike or dissimilar, Plat.: —Pass. to be or become so, Plat.