ἀνόστιμος

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόστιμος Medium diacritics: ἀνόστιμος Low diacritics: ανόστιμος Capitals: ΑΝΟΣΤΙΜΟΣ
Transliteration A: anóstimos Transliteration B: anostimos Transliteration C: anostimos Beta Code: a)no/stimos

English (LSJ)

ἀνόστιμον,
A not returning, κεῖνον ἀνόστιμον ἔθηκεν cut off his return, Od.4.182.
2 not to be retraced, κέλευθος E.HF431 (lyr.).
II (νόστος ΙΙ) giving a low yield, of corn, Thphr. CP 3.21.1 (Sup.); not nutritious, Sor.1.91.

Spanish (DGE)

(ἀνόστῐμος) -ον
I 1que no regresa de un muerto κεῖνον ... ἀνόστιμον ... ἔθηκεν Od.4.182, cf. Nonn.D.40.119, Hsch.
2 que no admite regreso οὖδας Nonn.Par.Eu.Io.20.9
que no se puede desandar κέλευθος el camino del Hades, E.HF 431.
II que produce escasos beneficios del grano, Thphr.CP 3.21.1.

German (Pape)

[Seite 242] 1) wer nicht zurückkehren kann od. soll, Od. 4, 182. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Eur. Herc. Fur. 432. Bei Theophr. Früchte ohne Süßigkeit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut revenir.
Étymologie: , νόστιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόστιμος:
1 лишенный возможности вернуться: ἀνόστιμόν τινα θεῖναι Hom. запретить кому-л. возвращение;
2 безвозвратный (κέλευθος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόστιμος: -ον, ὁ μὴ ἀξιωθεὶς νὰ ἐπανέλθῃ ὃς κεῖνον δύστηνον ἀνόστιμον οἶον ἔθηκεν, ἐκώλυσε τὴν ἐπιστροφήν του, Ὀδ. Δ. 182. 2) ἀνόστιμος κέλευθος, ὁδὸς δι’ ἧς δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 431. ΙΙ. ὁ μὴ θρεπτικός, ἢ ὁ μὴ ἔχων νοστιμάδα, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21. 1.

English (Autenrieth)

(νόστος): not returning; ἀνόστιμον ἔθηκαν, ‘cut off his return,’ Od. 4.182†.

Greek Monolingual

(I)
ἀνόστιμος, -ον (Α) νόστιμος
1. εκείνος του οποίου η επιστροφή εμποδίζεται
2. (για δρόμο) εκείνος μέσω του οποίου δεν μπορεί κάποιος να επιστρέψει.
(II)
ἀνόστιμος, -ον (Α)
ο μη γευστικός, ο ἄνοστος.

Greek Monotonic

ἀνόστιμος: -ον, 1. αυτός που δεν επιστρέφει, κεῖνον ἀν. ἔθηκεν, του εμπόδισε την επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που δεν ανιχνεύεται, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. not returning, κεῖνον ἀν. ἔθηκεν cut off his return, Od.
2. not to be retraced, Eur.