ἀπέρδω
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
bring to an end, finish, ἱρήϊα Hdt.4.62.
Spanish (DGE)
cumplir, realizar ἱρήια Hdt.4.62.
German (Pape)
[Seite 287] vollenden, ἱερήϊα Her. 4, 62.
French (Bailly abrégé)
part. ao. pl. ἀπέρξαντες;
accomplir.
Étymologie: ἀπό, ἔρδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρδω: завершать, оканчивать (ἀπέρξαντες ἱρήϊα ἀπαλλάσσονται Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρδω: μέλλ. -ξω, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, ἱρήϊα Ἡρόδ. 4. 62 (ὡς τὸ ἀπολοφύρομαι, κτλ.).
Greek Monolingual
ἀπέρδω (Α) έρδω
φέρω σε πέρας, τελειώνω.
Greek Monotonic
ἀπέρδω: μέλ. -ξω, φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, επιτελώ, σε Ηρόδ.