ἀπότακτος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότακτος Medium diacritics: ἀπότακτος Low diacritics: απότακτος Capitals: ΑΠΟΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: apótaktos Transliteration B: apotaktos Transliteration C: apotaktos Beta Code: a)po/taktos

English (LSJ)

ἀπότακτον,
A set apart for a special use, σιτία Hdt.2.69; ἀπότακτον, τό, 'speciality', Philem.76; ἀ. χρεία Heliod. ap. Orib.49.4.7.
2 settled, appointed, ἡμέρα Critias 6.27 D.; fixed, ἐκφόριον PTeb.42.12 (ii B. C.); φόρος POxy.280.17 (i A. D.), etc.:—Subst. ἀπότακτον, τό, fixed rent, ib.1124.9 (i A. D.); prescribed sum, PFay.39(ii A. D.), Porph.Abst.4.17; ἱερὸν ἀ. imperial assessment, POxy.1662.14(iii A. D.).
3 set apart for punishment, Herod.3.69; cf. ἄπακτος.
II Adv. ἀποτάκτως = in isolation, Phld.D.3Fr.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀποτακτός Hdt.2.69, Clem.Al.Ex.Thdot.48.4
I 1puesto aparte, reservado σιτία Hdt.l.c.
recluido εἰς φυλακὴν ἀ. ὤν Arr.Epict.3.24.105, πεδῆται Herod.3.69, τόπος Clem.Al.l.c.
2 especial ἡμέρα Critias Eleg.4.26, χρεία Heliod. en Orib.49.4.7.
3 acordado, fijado ἐκφόριον PTeb.42.12 (II a.C.), [φόρος] POxy.280.17 (I d.C.), cf. 2676.14 (II d.C.), BGU 2125.5 (II/III d.C.), PWisc.6.9 (III d.C.), 7.14 (III d.C.), PPanop.5.5 (IV d.C.), κατ' ἔτος ἀπότακτον POxy.280.19 (I d.C.), ἐπ' ἀποτάκτου ἀργυρίου con una cantidad fija, PPanop.2.6. (IV d.C.), τὸν φόρον ἐπ' ἀποτάκτῳ PHamb.68.15 (IV d.C.).
II subst. τὸ ἀ.
1 cosa aparte, especialidad del queso siciliano, Philem.79.
2 tributo, renta fijada, POxy.1124.9 (I d.C.), PFay.39.16 (II d.C.), PCair.Isidor.42.6 (IV d.C.), τὸ ἱερὸν ἀπότακτον el tributo imperial, POxy.1662.14 (III d.C.), Bardes.2.4.
III adv. -ως aisladamente Phld.D.3.fr.1.6.

German (Pape)

[Seite 329] abgesondert, zu einem bestimmten Gebrauch aufbewahrt, σιτία Her. 2, 69; festgesetzt, bestimmt, Critias bei Ath. X, 433 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mis en réserve.
Étymologie: ἀποτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότακτος: особо выделенный, особый (σιτία Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότακτος: -ον, ἢ ἀποτακτός, όν, (ἀποτάσσω): ἀποκεχωρισμένος πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, ὁ ὁρισθεὶς ἰδιαιτέρως, ἔκτακτος, σιτία Ἡρόδ. 2. 69, πρβλ. Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2. 2) ὡρισμένος τεταγμένος, ἡμέρα Κριτίας 2. 27. 3) ἴδε ἄπακτος. ΙΙ. Ἀποτάκται, ῶν, οἱ, αἱρετικοὶ τινες ἀναφερόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἐπιφανίου 2. 18: ὡσαύτως -τακτικοὶ ὁ αὐτ.· -τακτισταί, ἀποτακτιστάς τινας ὀνομάζουσιν οἱ δυσσεβεῖς Γαλιλαῖοι Ἰουλιαν. 224Α· -τακτῖται Ἐπιφάν 2. 129.

Greek Monolingual

(AM ἀπότακτος, -ον) αποτάσσω
νεοελλ.
(για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη
αρχ.-μσν.
ορισμένος, καθορισμένος
II αρχ.
1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση
2. απομονωμένος για τιμωρία.

Greek Monotonic

ἀπότακτος: -ον ή ἀποτακτός, -όν (ἀποτάσσω), αυτός που έχει αποσπασθεί για ιδιαίτερη χρήση, αυτός που έχει καθοριστεί για ιδιαίτερο σκοπό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀποτάσσω
set apart for a special use, Hdt.