ἀφιλόνεικος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἀφιλόνεικον, not fond of strife, Arist.VV1250a43, 1251a15, Andronic.Rhod.p.575 M., Ph.2.5; ἡγεμονία ib.555. Adv. ἀφιλονείκως, παραχωρεῖν τινός τινι Plb.21.20.1, cf.Ph.1.324, al., Luc.Symp.37.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -νικ- Plb.21.20.1, Luc.Symp.37, Clem.Al.Strom.5.1.8, 5.30
1 poco amigo de luchas, enemigo de disputas τὸ μὴ εὐνίκητον εἶναι πρὸς τὰς ὀργάς, ἄπικρον δὲ τῷ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικον Arist.VV 1250a43, Andronic.Rhod.575, τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθους Arist.VV 1251a15, ἁρμονία Heraclit.All.25, ὁ ἕβδομος ἀριθμὸς ... ἀ. (ἐστί) Ph.2.5, ἡ κτίσις ἡ ἐν Χριστῷ ἀφιλόνικος Clem.Al.Strom.5.5.30, cf. Sch.E.Med.640.
2 adv. -ως sin ánimo de disputa ἀ. παντὸς (ἂν) παραχωρήσαιμι Plb.l.c., ὑμεῖς δὲ ἀ. ἐρεῖτε καὶ ἀκούσεσθε Luc.l.c., ἁρμόττει ... βιοῦν ἀ. Ph.1.324, πύθεσθε παρὰ τῶν εἰδότων ἀ. Clem.Al.Strom.5.1.8.
German (Pape)
[Seite 412] nicht Streit liebend, adv. bei Pol. 22, 3; Luc. Conv. 37.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόνεικος: не любящий раздоров Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόνεικος: -ον, μὴ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, Ἀριστ. π. Ἀρ. κ. Κακ. 4. 3., 6. 4. - Ἐπίρρ. -κως Πολύβ. 22. 3, 1. - Παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀφιλονείκητος, ον.
Greek Monolingual
ἀφιλόνεικος και -νικος, -ον (AM) φιλόνεικος ή φιλόνικος]
αυτός που δεν αγαπά τις φιλονικίες.