ἁλιοτρεφής
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ἁλιοτρεφές, feeding in the sea, sea-reared, φῶκαι Od.4.442.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
criado por el mar φῶκαι Od.4.442.
German (Pape)
[Seite 97] ές, im Meere lebend, Hom. einmal, Od. 4, 442 φωκάων ἁλιοτρεφέων.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourri dans la mer.
Étymologie: ἅλιος¹, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιοτρεφής: вскормленный морем, т. е. морской (φῶκαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιοτρεφής: -ές, τρεφόμενος ἐν τῇ θαλάσσῃ, θαλασσόβιος, φῶκαι, Ὀδ. Δ. 442.
English (Autenrieth)
έος (τρφω): sea-nurtured, epithet of seals, Od. 4.442†.
Greek Monolingual
ἁλιοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- (< ἃλς) + -τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής)
το -ο- κατ’ αναλογική επίδραση είτε του επιθ. ἅλιος (Ι) είτε του συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών συνθέτων].
Greek Monotonic
ἁλιοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται στη θάλασσα, φῶκαι, σε Ομήρ. Οδ.