ἐκμυκτηρίζω
English (LSJ)
hold in derision, mock at, LXX Ps.2.4, Ev.Luc.16.14.
Spanish (DGE)
burlarse de, mofarse de ὁ κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς LXX Ps.2.4, cf. Eu.Luc.16.14, τοὺς λόγους τοῦ θεοῦ Origenes Hom.20.5 in Ier., τοὺς τὰς ὥρας ψάλλοντας Phot.Bibl.13b10, τοὺς εὐλαβεῖς Chrys.M.60.736D
•c. ac. int. ἐξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμόν LXX Ps.34.16, en v. pas. T.Ios.2.3
•c. ἐν y dat. ἐξεμυκτήρισαν ἐν τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ LXX 1Es.1.49
•abs. ἐξεμυκτήριζον ... λέγοντες Eu.Luc.23.35.
German (Pape)
[Seite 769] verstärktes simplex, LXX, N.T.
French (Bailly abrégé)
tourner en dérision.
Étymologie: ἐκ, μυκτηρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμυκτηρίζω: насмехаться, высмеивать (τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμυκτηρίζω: μέλλ. ἐκμυκτηριῶ, ἐμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω ἐκπέμπων ἦχόν τινα διὰ τῶν ῥωθώνων, ὁ κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτοὺς Ἑβδ. (Ψαλμ. Β΄, 4)· ἐξεμυκτήριζον αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιϛ΄, 14.
English (Strong)
from ἐκ and μυκτηρίζω; to sneer outright at: deride.
English (Thayer)
imperfect ἐξεμυκτήριζον; to deride by turning up the nose, to sneer at, scoff at: τινα, לָעַג, Ev. Nicod. c. 10. Secular writings use the simple verb (from μυκτήρ the nose); (cf. Winer's Grammar, 25).)
Greek Monolingual
ἐκμυκτηρίζω (AM)
περιπαίζω, κοροϊδεύω.
Greek Monotonic
ἐκμυκτηρίζω: μέλ. -σω, περιφρονώ κάτι, κοροϊδεύω, χλευάζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. σω
to turn up one's nose at, mock at, NTest.
Chinese
原文音譯:™kmukter⋯zw 誒克-祕克帖里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-鼻
字義溯源:報以譏誚,嘲笑,訕笑,嘲弄,嗤笑;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(μυκτηρίζω)=輕慢)組成;其中 (μυκτηρίζω)出自(μυκάομαι)=吼叫),而 (μυκάομαι)又出自(μυέω)X*=牛鳴聲)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 嗤笑(2) 路16:14; 路23:35