ἐλαστρέω
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
Ep. and Ion. for ἐλαύνω, πολλοὶ δ' ἀροτῆρες.. ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον they drove the teams, Il.18.543; κατ' ἀμαξιτὸν ἣν ἠλάστρεις Thgn.600; ἐ. τινά to drive about, of the Furies, E.IT971; in later Prose, δαιμονίοις χόλοις ἐλαστρηθέντες D.H.1.23; row, Ion. part. ἐλαστρεῦντας (-εύοντας codd.) Arr.Ind. 32.9:—Pass., of ships, to be rowed, Hdt.2.158, 7.24; cf. ἐλαστροῦται (sic)· ἐλαύνεται, Hsch.; -ιῶν· διαγινώσκων, Id.
Spanish (DGE)
I tr.
1 llevar, conducir, guiar ζεύγεα en la arada Il.18.543
•náut. llevar o impulsar a remo naves, en v. pas. ὥστε τριήρεας δύο πλέειν ... ἐλαστρευμένας de modo que las dos trirremes navegasen impulsadas por remos Hdt.2.158, cf. 7.24.
2 c. ac. de pers. perseguir, hostigar, acosar μητρός <σ'> οὕνεκ' ἠλάστρουν θεαί a causa de tu madre te perseguían las diosas (las Erinis a Orestes) E.IT 934, cf. 971
•gener. fig. δαμῆναι καὶ πενίῃ καὶ ὅσ' ἄλλα βροτοὺς κηφῆνας ἐλαστρεῖ ser domado por la pobreza y por cuantas otras cosas persiguen a los zánganos mortales Timo SHell.840.8, en v. pas. πατρὸς μομφαῖσιν ἠλαστρημένος Lyc.450, δαιμονίοις τισὶ χόλοις ἐλαστρηθέντες D.H.1.23, Ζανὸς ἐλαστρηθεὶς γυιοπαγεῖ νιφάδι azotado por la nieve de Zeus que paraliza los miembros, AP 6.219 (Antip.Sid.).
3 c. ἐκ y gen. expulsar εἰ ἐμὲ ἐξ Ἑλλάδος ἐλαστρήσετε Tz.Comm.Ar.1.115.13.
II intr.
1 marchar, moverse, avanzar οὔ μ' ἔλαθες φοιτῶν κατ' ἀμαξιτὸν ἣν ... ἠλάστρεις no me pasó por alto que frecuentabas el camino por el que te habías movido Thgn.600.
2 remar, bogar κατὰ τὸν κόλπον Arr.Ind.32.9, cf. Eust.1161.26.
German (Pape)
[Seite 790] ion. u. poet. = ἐλαύνω, treiben; ζεύγεα ἐλάστρεον Il. 18, 543; ἁμάξιτον ἠλάστρεις Theogn. 608; von den Erinnyen, Eur. I. T. 943. 971 u. sp. D.; ἐλαστρηθεὶς νιφάδι Antp. Sid. 27 (VI, 219); bei Her. 2, 158. 7, 24 von Schiffen, gerudert werden; Dion. Hal. ἐλαστρηθεὶς δαιμονίοις χόλοις 1, 23.
French (Bailly abrégé)
ἐλαστρῶ :
impf. ἠλάστρεον-ουν;
1 pousser, conduire (un attelage);
2 chasser devant soi, poursuivre, acc..
Étymologie: cf. ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαστρέω: (impf. ἠλάστρεον - эп. impf. ἐλάστρεον) (= ἐλαύνω)
1 гнать, погонять (ζεύγεα Hom.);
2 приводить в движение веслами (τριήρης ἐλαστρευμένη Her.);
3 гнать, преследовать (Ἐρινύες ἠλάστρουν μ᾽ ἀεί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαστρέω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐλαύνω, πολλοὶ δ’ ἀροτῆρες … ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον, ἤλαυνον τὰ ζεύγη, Ἰλ. Σ. 543˙ κατ’ ἁμαξιτὸν ἣν ἠλάστρεις Θέογν. 600˙ ἐλ. τινα, ἐλαύνω, διώκω ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, δρόμοις ἀνιδρύτοισιν ἠλάστρουν μ’ ἀεὶ Εὐρ. Ι. Τ. 971, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 23: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, ἐλαύνομαι διὰ τῆς κωπηλασίας, Ἡρόδ. 2. 158., 7. 24.
English (Autenrieth)
(parallel form of ἐλαύνω): drive; ζεύγεα, Il. 18.543†.
Greek Monotonic
ἐλαστρέω: Επικ. και Ιων. αντί ἐλαύνω, οδηγώ προς τα μπρος, ωθώ, σπρώχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλ.τινά, καταδιώκω, επιτίθεμαι, πέφτω ορμητικά, λέγεται για τις Ερινύες, σε Ευρ. — Παθ. λέγεται για πλοία, κινούμαι προς τα μπρος μέσω κωπηλασίας, κωπηλατούμαι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to drive, Il.; ἐλ. τινα to drive about, of the Furies, Eur.:—Pass., of ships, to be rowed, Hdt. [epic and ionic for ἐλαύνω,]