ἐλλοχίζω

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλοχίζω Medium diacritics: ἐλλοχίζω Low diacritics: ελλοχίζω Capitals: ΕΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: ellochízō Transliteration B: ellochizō Transliteration C: ellochizo Beta Code: e)lloxi/zw

English (LSJ)

A lie in ambush, E.Ba.722.
II place in ambush, ὁπλίτας Polyaen.3.1.2, cf. Plu.Phil.14.

Spanish (DGE)

1 emboscarse θάμνων δ' ἐλλοχίζομεν φόβαις κρύψαντες αὑτούς nos emboscamos ocultándonos en el follaje de los arbustos E.Ba.722.
2 tr. colocar en emboscada ὁπλίτας Polyaen.3.1.2, cf. Plu.Phil.14.

German (Pape)

[Seite 801] = ἐλλοχάω, absolut, Eur. Bacch. 723; – τινά, Plut. Philop. 14, ihn in Hinterhalt legen.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mettre en embuscade, acc..
Étymologie: ἐν, λόχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλοχίζω:
1 садиться в засаду: θάμνων φόβαις ἐ. Eur. устраивать засаду в кустарнике;
2 сажать в засаду, укрывать (τοῖς ῥείθροις καὶ λόφοις πολλοὺς τῶν Ἀχαιῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλοχίζω: ἐλλοχάω, Εὐρ. Βάκχ. 723. ΙΙ. τοποθετῶ ἄνδρας πρὸς ἐλλόχησιν, ὅπως ἐνεδρεύσωσιν, ἐλλοχίζει… πολλοὺς ἔχοντας ἐγχειρίδια Πλουτ. Φιλοπ. 14.

Greek Monolingual

ἐλλοχίζω (Α)
1. ελλοχώ, ενεδρεύω
2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα.

Greek Monotonic

ἐλλοχίζω: (ἐν), στήνω ενέδρα, ενεδρεύω, παραφυλάω, παραμονεύω, σε Ευρ.· με αιτ., βρίσκομαι σε αναμονή, καιροφυλακτώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐλ-λοχίζω, [ἐν]
to lie in ambush, Eur.: c. acc. to lie in wait for, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=παραμονεύω). Ἀπό τό ἐν + λόχος (=ἐνέδρα). Ἴδια σημασία μέ τό ἐλλοχάω.
Παράγωγα: ἐλλόχησις, ἐλλοχητής.