ἐμπαρέχω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
A hand over to another, put into his power, τὴν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῦσαι Th.7.56; μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε.. ἐλλαμπρύνεσθαι put into his power, allow him to gain distinction, Id.6.12; ἐ. ἑαυτόν τινι give oneself up as his tool, App.BC5.68; but ἐμπαρασχεῖν ἑαυτὸν τοιούτῳ τινί (sc. δείπνῳ) accept an invitation, Luc. Symp.28:—Med., ποτὶ τὸν θίασον.. εὔνουν ἑαυτὸν -εχόμενος Rev.Arch.22(1925).64 (Callatis), cf. Ph.2.127.
II supply, furnish, ψυχῇ τέρψιν, δυνάμεις τισί, Id.1.12, 2.383, al.; ὄνομά τινι Plu.Galb. 29.
Spanish (DGE)
1 dar la ocasión de, la posibilidad de, permitir c. ac. e inf. τὴν σφετέραν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῦσαι Th.7.56, c. dat. e inf. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε ... ἐλλαμπρύνεσθαι a ése, no le deis ocasión de darse brillo Th.6.12.
2 proporcionar, procurar c. ac. y dat. ἐμπαρασχὼν ὄνομα τόλμῃ Plu.Galb.29, ἐμπαρεῖχε τῇ ψυχῇ τέρψιν Ph.1.12, cf. 2.383, πολλὴν εὐνομίαν τοῖς λαοῖς ἐμπαρασχεῖν I.Ap.2.159
•en v. med. μὴ εὐθὺς ἐμπαρέχεσθαι τοῖς ἐθέλουσι τὴν ὥραν no entregar al punto su belleza a los que la desean Ph.2.127
•ofrecer τεκμήριον ἐμπαρέχειν dar prueba I.BI 7.50, κοινὴν ἐμπαρέχειν ἑαυτὴν ἀπατεῶσι Plu.2.407c, ἐμπαρασχεῖν ἑαυτὸν τοιούτῳ τινί ofrecerse a sí mismo para algo semejante Luc.Symp.28, ἑαυτὸν ἐ. ofrecerse a sí mismo e.d., sin oponer resistencia, App.BC 5.68, μὴ ἐμπαρέχων ἑαυτὸν Origenes M.11.496D, cf. Plu.2.638c
•en v. med. c. ac. y predic. ποτὶ τε τὸν θίασον ... εὔνουν ἑαυτὸν ἐνπαρεχόμενος ICallatis 44.13 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 810] (s. ἔχω), darreichen, preisgeben; ἐμπαρασχόντες τὴν πόλιν προκινδυνεῦσαι, sie ließen die Stadt sich der Gefahr aussetzen, Thuc. 7, 56, vgl. 6, 12; ὄνομά τινι, den Namen dazu hergeben, Plut. Galb. 29; ἑαυτόν, sich preisgeben, Luc. Lapith. 28; sich im Kampfe dem Tode aussetzen, App. Civ. 5, 68.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐμπαρέσχον;
1 fournir, procurer;
2 fournir l'occasion de, permettre de, inf..
Étymologie: ἐν, παρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπαρέχω: (aor. 2 ἐμπαρέσχον)
1 выставлять или оставлять: ἐ. τὴν πόλιν προκινδυνεῦσαι Thuc. оставлять город на произвол судьбы; ἐμπαρασχεῖν ἑαυτόν τινι Luc. обречь себя, т. е. пойти на что-л.; γέλωτος ὄργανον ἐ. ἑαυτόν Plut. делать самого себя посмешищем;
2 давать возможность, предоставлять, позволять, допускать (τινὶ ἐλλαμπρύνεσθαι Thuc.);
3 (при)давать (γαλήνην προσώπῳ Plut.): ἐμπαρασχεῖν τὸ ὄνομά τινι Plut. дать чему-л. (свое) имя.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαρέχω: μέλλ. -ξω, δίδω εἰς χεῖράς τινος, ἀφίνω εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός τι, παραδίδω, μετ’ ἀπαρ. τὴν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῦσαι Θουκ. 7. 56· μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε... ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον, κτλ. (ἴδε ἐλλαμπρύνομαι), ὁ αὐτ. 6. 12· ἐμπ. ἑαυτόν τινι, γίνεσθαι τὸ ὄργανόν τινος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 28, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 68. ΙΙ. ἁπλῶς, δίδω, παρέχω, ὄνομά τινι Πλουτ. Γάλβ. 29.
Greek Monolingual
ἐμπαρέχω (AM)
παρέχω κάτι σε κάποιον
μσν.
προκαλώ
αρχ.
παραδίδω πρόθυμα, αφήνω κάτι στην εξουσία κάποιου.
Greek Monotonic
ἐμπαρέχω: μέλ. -ξω (ἐν), παραδίδω κάτι στα χέρια κάποιου άλλου, καταλείπω στην εξουσία του να γίνει, αφήνω, εγκαταλείπω, με απαρ., σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ξω [ἐν]
to give into another's hands, put into his power to do, c. inf., Thuc.
Lexicon Thucydideum
praebere, permittere, to furnish, allow, 6.12.2,
exponere, to set forth, explain, 7.56.3, [Mosqu. Moscow manuscript παρασχ.]