ἐπικαταδαρθάνω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
aor. 2 -έδαρθον, fall asleep afterwards, Th.4.133, Pl.R. 534d.
German (Pape)
[Seite 946] (s. δαρθάνω), dabei, darüber einschlafen; int. praes., Plat. Rep. VII, 534 d; ἐπικαταδαρθούσης Thuc. 4, 133; Sp., wie Plut. Symp. 6, 2, 1, ἐὰν ἐπικαταδάρθωσι.
French (Bailly abrégé)
dormir sur.
Étymologie: ἐπί, καταδαρθάνω.
Greek Monolingual
ἐπικαταδαρθάνω (Α)
αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα-δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»].
Greek Monotonic
ἐπικαταδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, αποκοιμιέμαι μετά από, σε Θουκ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταδαρθάνω: (aor. 2 ἐπικατέδαρθον) (после чего-л. или при чем-л.) засыпать, погружаться в сон Thuc., Plat., Plut.
Middle Liddell
aor2 -έδαρθον
to fall asleep afterwards, Thuc., Plat.