ἐπικοσμέω
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
add ornaments to, decorate after or besides, τὰ ἱρά Hdt. 1.184; adorn, ἄγαλμα, ἕδος, Hyp.Eux.24,25; τὴν θεόν IG22.1277; [κέρκους] ἐπικεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί Arist.PA658a32; ἐ. τινὰς ἐπιγράμμασι honour them with... Hdt.7.228; θεὰν ἐ. honour, celebrate, Ar.Ra.385; of funeral honours, X.Cyr.7.3.11: abs., λέξις -οῦσα Demetr.Eloc.106:—Pass., Arist.Pol.1263a23; ἱερὸν ἐ. ὅπλοις SIG398.9 (Cos, iii B.C.), cf. Sammelb.996.4 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 952] ausschmücken, verherrlichen, Ar. Ran. 383; Xen. Cyr. 7, 3, 11; Arist. Pol. 2, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐπικοσμῶ :
1 ajouter de nouveaux ornements à, acc.;
2 combler d'honneurs, honorer.
Étymologie: ἐπί, κοσμέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικοσμέω:
1 разукрашивать (τὰ τείχεά τε καὶ τὰ ἱρά Her.; ἐγκώμια μέλεσι καὶ ᾠδαῖς Plut.);
2 (о покойных), увековечивать, чтить, (τινα ἐπιγράμμασι καὶ στήλῃσι Her.);
3 возвеличивать, прославлять (θεάν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοσμέω: προσθέτω κοσμήματα εἴς τι, κοσμῶ μετὰ ταῦτα ἢ προσέτι, τὰ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 184· ἐπ. τινὰς ἐπιγράμμασι, τιμᾶν τινας δι᾿ ἐπιγραμμάτων, 7. 228· θεὰν ἐπ., τιμᾶν, πανηγυρίζειν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 383· ἐπὶ ἐπικηδείων τιμῶν, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 11. ‒ Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 5.
Greek Monotonic
ἐπικοσμέω: μέλ. -ήσω, προσθέτω κοσμήματα, κοσμώ μετά ή διακοσμώ επιπλέον, σε Ηρόδ.· θεὰν ἐπ., τιμώ, πανηγυρίζω, γιορτάζω, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to add ornaments to, to decorate after or besides, Hdt.; θεὰν ἐπ. to honour, celebrate, Ar., Xen.