ἐπιμαρτυρία
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ἡ,
A a calling to witness, ἐς ἐ. καταστῆναι Th.2.74; τῶν θεῶν D.C.59.11.
II. supporting by aspect, ἄστρων Man.2.400 (pl.), cf. 3.314 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 960] ἡ, das zum Zeugen Aufrufen, θεῶν Thuc. 2, 74, wie D. Cass. 59, 11; auch = Vorigem, Man. 2, 400.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de prendre à témoin.
Étymologie: ἐπιμάρτυρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαρτῠρία: ἡ призывание в свидетели (θεῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτυρία: ἡ, τὸ ἐπιμαρτύρεσθαι, Θουκ. 2. 74.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμαρτυρία) επίμαρτυς
η επίκληση κάποιου ως μάρτυρα («ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν και ἡρώων... κατέστη», Θουκ.)
αρχ.
ο προσδιορισμός της θέσης ενός αστεριού.
Greek Monotonic
ἐπιμαρτῠρία: ἡ, επίκληση κάποιου ως μάρτυρα, μαρτυρική κατάθεση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιμαρτῠρία, ἡ, [from ἐπιμαρτῠρέω]
a witness, testimony, Thuc.