ἐπώχατο

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

German (Pape)

[Seite 1016] Il. 12, 340, πᾶσαι πύλαι ἐπώχατο, alle Thore waren geschlossen. S. ἐποίγω u. ἐπέχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. épq. de ἐπέχω, d'un pf. *ἔπωχα, pf. Pass. *ἐπῶγμαι;
fermer, assujettir.
Étymologie: sel. d'autres, ἐπῴχατο, de ἐποίγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπώχᾰτο: эп. 3 л. pl. ppf. pass. к ἐπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώχᾰτο: παλαιὸν Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπερσ. Παθ. ἐν Ἰλ. Μ. 340, πᾶσαι γὰρ πύλαι ἐπώχατο, πᾶσαι ἦσαν κεκλεισμέναι. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ καὶ ὅτι ὁ τύπος ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα ἐπέχω (πρβλ. ὀχεύς). Ὁ Ἀρίσταρχ. πιθαν. ἔγραψεν ἐπῴχατο (ὡς εἰ ἐκ τοῦ ἐποίγω, ὅπερ ὅμως δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὸ κλείειν ἢ εἶναι κεκλεισμένον), Σχόλ. Ἐνετ. ἐν τόπῳ. - Ὁ Ζηνόδοτος προέτεινε πάσας γὰρ ἐπῴχετο, ὁ θόρυβος ἔφθασεν εἰς πάσας τὰς πύλας (ἐκ τοῦ εποίχομαι), Σχόλ. ἐν τόπῳ, Εὐστ. 909. 13.

English (Autenrieth)

plup. pass. 3 pl. from ἐπέχω: were shut, Il. 12.340†.

Greek Monolingual

ἐπῴχατο (Α)
(γ’ πληθ. πρόσ. παθ. υπερσ.)
φρ. «πύλαι ἐπῴχατο» — οι πύλες είχαν κλειστεί.

Greek Monotonic

ἐπώχᾰτο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἐπ-έχω, πᾶσαι γὰρ (πύλαι) ἐπώχατο, όλες οι πύλες κρατήθηκαν κλειστές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic 3rd pl. plup. pass. ἐπ-ώχᾰτο]
πᾶσαι γὰρ [πύλαι] ἐπώχατο all the gates were kept shut, Il.