ἔκδεια

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδεια Medium diacritics: ἔκδεια Low diacritics: έκδεια Capitals: ΕΚΔΕΙΑ
Transliteration A: ékdeia Transliteration B: ekdeia Transliteration C: ekdeia Beta Code: e)/kdeia

English (LSJ)

ἡ,
A falling short, being in arrear, φόρων καὶ νεῶν in tribute and ships, Th.1.99 (pl.), cf. Hyp.Fr.136, BGU976.19 (ii A.D.), Lib. Or.36.10 (pl.), v.l.in D.32.30.
2 deficit, PRev.Laws17.1, al. (iii B.C.).
3 shortage, lack, ὕδατος PRyl.81.13 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγδ-
1 insuficiencia, escasez αἱ τῶν φόρων καὶ νεῶν ἔκδειαι Th.1.99, τὴν ἔκδειαν ὧν ἂν ἐλλίπηθ' ὑμεῖς D.Ep.1.15, ἔ. ὑδ[άτο] υς (sic) PRyl.81.13 (II d.C.), cf. Lib.Or.36.10.
2 econ. déficit, resto que se adeuda, atraso en el pago τὴν γεγονυῖαν ἔκδειαν οὐκ ἀποδώσειν ἡμῖν D.32.30, cf. Hyp.Fr.136, ἐὰν δὲ ὁ ἐπάνω χρόνος ἔγδειαν ᾖ πεποιηκώς PRev.Laws 17.1 (III a.C.), ἐν ἐγδείᾳ γίνεσθαι PTeb.787.13 (II a.C.), ἐὰν τις ἔγδεια γένηται ἔν τινι οὐσίᾳ PVindob.Tandem 10.48 (I d.C.), οἵδε ἐγδείας ὀφείλουσιν τῶν γεωργῶν [τῶ] μ μισθωθέντων τεμενῶν IG 11(2).153.21 (III a.C.), ὀφείλει ... τὴν ἔγδειαν τῆς οἰκίας ID 353B.48 (III a.C.), τὴν πρᾶξιν τῆς ἐκδείας ID 503.16 (III a.C.), ἔ. χρημάτων IEphesos 26.6 (II d.C.), ἀπὸ ἐγδείας μετρήματος BGU 976.19 (II d.C.), εἰς ἐγδίαν σιτολόγων PTeb.479 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 756] ἡ, Mangelhaftigkeit; τῶν φόρων, Rückstand mit Abgaben, Thuc. 1, 99; nach Schol. u. Suid. ἑκούσιος στέρησις χρημάτων, dagegen ἔνδεια ἀκούσιος. Vgl. Dem. 32, 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insuffisance, déficit.
Étymologie: ἐκδεής.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδεια:δέω II] задолженность, недобор, недоимка (τῶν φόρων Thuc.; ἡ γεγονυῖα ἔ. Dem. - v.l. ἔνδεια).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδεια: ἡ, ἔλλειψις, καθυστέρησις, φόρων καὶ νεῶν Θουκ. 1. 99· διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 890, 14.

Greek Monolingual

ἔκδεια, η (Α)
1. καθυστέρηση
2. έλλειψη
3. έλλειμμα
4. ελάττωση εισοδήματος ή εσόδων.

Greek Monotonic

ἔκδεια: ἡ, έλλειψη, καθυστέρηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἔκδεια, ἡ, [from ἐκδεής
a falling short, being in arrear, Thuc.