ὁπλιταγωγός
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁπλιταγωγόν, carrying the heavy-armed, νῆες ὁ. troop-ships, transports, Th.6.25,31,8.30.
German (Pape)
[Seite 359] Schwerbewaffnete führend, πλοῖα, Thuc. 6, 25. 31.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte des hoplites.
Étymologie: ὁπλίτης, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλῑτᾰγωγός: перевозящий тяжеловооруженные войска, везущий гоплитов (ναῦς, πλοῖα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτᾰγωγός: -όν, ἐπὶ πλοίων χρησιμευόντων πρὸς μεταφορὰν ὁπλιτῶν, ναῦς ὁπλιτ. Θουκ. 6. 25, 31., 8. 30.
Greek Monolingual
-ό (Α ὁπλιταγωγός, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό
βοηθητικό πλοίο του πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων
αρχ.
αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι ὁπλιταγωγοὺς ὅσαι ἄν δοκῶσι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. νεκραγωγός].
Greek Monotonic
ὁπλῑτᾰγωγός: -όν, αυτός που μεταφέρει τους βαριά οπλισμένους, νῆες ὁπλιταγωγοί, πλοίο που μεταφέρει στρατεύματα, μεταγωγά, σε Θουκ.
Middle Liddell
ὁπλῑτ-ᾰγωγός, όν
carrying the heavy-armed, ναῦς ὁπλ. troop-ships, transports, Thuc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁπλίτης + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὅπλον.
Lexicon Thucydideum
gravis armaturae militibus vehendis idoneus, suitable for transporting heavy-armed soldiers, 6.25.2, 6.31.3. 8.25.1. 8.30.2.