ὑπερεκπίπτω
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
A extend beyond, exceed, c. gen., τῶν δέκα Placit.1.3.8; extend beyond, Gal.UP3.8, al., 18(1).84; of time, PThead.10.12 (iv A. D.).
II abs., go beyond all bounds, Luc.Herm.67; τοσοῦτον ὑ. ὥστε.. Id.Salt.83, cf. S.E.M.6.6.
2 to be exceptional, μακροβιοτείᾳ Phld.Sign.17.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. πίπτω), darüber hinausfallen, übertr., über das Ziel hinausgehen, das Maaß überschreiten, Luc. Hermot. 67; εἰς μακρὰς διεξόδους, S. Emp. adv. mus. 6.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερεκπεσοῦμαι, ao.2 ὑπερεξέπεσον, etc.
tomber au delà du but ; fig. dépasser le but, les limites ou la mesure, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἐκπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεκπίπτω: падать дальше цели, выходить за пределы, превосходить, превышать (τῶν δέκα ὑπερεκπεσεῖν Plut.): εἰς τοσοῦτον ὑπερεξέπεσεν, ὥστε … Luc. он до такой степени увлекся, что …; ὑ. εἰς μακρὰς διεξόδους Sext. делать длинные отступления (от темы).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεκπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐκπίπτω, ἐπέκεινά τινος, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πλούτ. 877Α, Γαλην. 4, σ. 93. ΙΙ. ἀπολ., χωρῶ πέρα παντὸς ὁρίου, Λουκ. Ἑρμότ. 67· τοσοῦτον ὑπ. ὥστε... ὁ αὐτ. π. Ὀρχ. 83, π. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 6.
Greek Monolingual
Α ἐκπίπτω
1. πέφτω πέρα από τον στόχο, υπερβαίνω
2. υπερβαίνω το μέτρο.
Greek Monotonic
ὑπερεκπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, υπερβαίνω κάθε όριο, σε Λουκ.