ὑποσταχύομαι
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
Pass., yield increase like ears of corn: metaph., ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Od.20.212.—Later we find an Act., ὑποσταχύεσκον ἴουλοι as v.l. (ap.Sch.) in A.R.1.972 (ἐπι- codd.A.R.).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. prés. ὑποσταχύοιτο;
se multiplier comme des épis.
Étymologie: ὑπό, στάχυς.
German (Pape)
pass., allmälig wachsen, sich vermehren, eigtl. von Ähren; übertragen, von Herden, ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Od. 20.212, v.l. ὑποσταχυῷτο, wie von ὑποσταχυάομαι. – Später auch activ., bei Ap.Rh. 1.972, ὑποσταχύεσκον ἴουλοι, l.d.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστᾰχύομαι: досл. разрастаться, словно колосья, перен. плодиться: οὐκ ἄλλως ἀνδρὶ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Hom. ни у кого не плодилось столько коров.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰχύομαι: Παθ., αὐξάνομαι βαθμηδόν, κατὰ μικρὸν μεγεθύνομαι ὡς ὁ στάχυς, μεταφορ., ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος, «αὔξοιτο δίκην σταχύων, ὣν ἕκαστος ἐξ ἑνὸς κόκκου πολύχους γίνεται τὸν καρπὸν» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 212 (ἕτεροι ὑποσταχυῷτο, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ὑποσταχυάομαι). - Παρὰ μεταγενεστ. εὑρίσκομεν ἐνεργ., ὑποσταχύεσκον ἴουλοι, ὡς διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972.
English (Autenrieth)
(στάχυς): fig., wax gradually like ears of corn, increase, Od. 20.212†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»].
Greek Monotonic
ὑποστᾰχύομαι: (στάχυς), Παθ., μεγαλώνω, αυξάνομαι ή μεστώνω σταδιακά όπως τα στάχυα του σιταριού ή του καλαμποκιού, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
στάχυς
Pass. to grow up or wax gradually like ears of corn, Od.