ὑποσταχύομαι

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰχύομαι Medium diacritics: ὑποσταχύομαι Low diacritics: υποσταχύομαι Capitals: ΥΠΟΣΤΑΧΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypostachýomai Transliteration B: hypostachyomai Transliteration C: ypostachyomai Beta Code: u(postaxu/omai

English (LSJ)

Pass., yield increase like ears of corn: metaph., ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Od.20.212.—Later we find an Act., ὑποσταχύεσκον ἴουλοι as v.l. (ap.Sch.) in A.R.1.972 (ἐπι- codd.A.R.).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. prés. ὑποσταχύοιτο;
se multiplier comme des épis.
Étymologie: ὑπό, στάχυς.

German (Pape)

pass., allmälig wachsen, sich vermehren, eigtl. von Ähren; übertragen, von Herden, ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Od. 20.212, v.l. ὑποσταχυῷτο, wie von ὑποσταχυάομαι. – Später auch activ., bei Ap.Rh. 1.972, ὑποσταχύεσκον ἴουλοι, l.d.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστᾰχύομαι: досл. разрастаться, словно колосья, перен. плодиться: οὐκ ἄλλως ἀνδρὶ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος Hom. ни у кого не плодилось столько коров.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰχύομαι: Παθ., αὐξάνομαι βαθμηδόν, κατὰ μικρὸν μεγεθύνομαι ὡς ὁ στάχυς, μεταφορ., ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος, «αὔξοιτο δίκην σταχύων, ὣν ἕκαστος ἐξ ἑνὸς κόκκου πολύχους γίνεται τὸν καρπὸν» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 212 (ἕτεροι ὑποσταχυῷτο, ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ὑποσταχυάομαι). - Παρὰ μεταγενεστ. εὑρίσκομεν ἐνεργ., ὑποσταχύεσκον ἴουλοι, ὡς διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972.

English (Autenrieth)

(στάχυς): fig., wax gradually like ears of corn, increase, Od. 20.212†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»].

Greek Monotonic

ὑποστᾰχύομαι: (στάχυς), Παθ., μεγαλώνω, αυξάνομαι ή μεστώνω σταδιακά όπως τα στάχυα του σιταριού ή του καλαμποκιού, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

στάχυς
Pass. to grow up or wax gradually like ears of corn, Od.