άβλαβος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(με ενεργ. και παθ. σημ.) ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βλάβω, μσν. τύπ. του βλάπτω.

Translations