έννοια

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἔννοια) εννοώ
1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια του ανθρώπου»
«τοῦ καλοῦ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.)
2. (λογ. και ψυχολ.) η καθολική εικόνα ή παράσταση που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τών αντικειμένων αυτών
3. σημασία, ερμηνεία, νόημα φράσεως ή λέξεως
νεοελλ.
(για κατάσταση, έκφραση, ιδιότητα, γεγονός) το πραγματικό, ακριβές νόημα («η έννοια της ελευθερίας δεν είναι αντίθετη στη νομιμοφροσύνη»)
μσν.- νεοελλ.
σπουδαιότητα, σημασία («η έννοια του διαβήματος είναι σημαντική»)
αρχ.
1. σκέψη, διαλογισμόςἔννοια συντονία διανοίας», Πλάτ.)
2. αυτό που σχεδίασε κάποιος να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», Ευρ.)
3. (ειδ.) (για διαθήκη) η πρόθεση του διαθέτη
4. βάσιμη κρίση, έλλογη εκτίμηση, σωστή αντίληψη
5. (ρητορ.) σκέψη που διατυπώνεται με λόγια.
(II)
η (Μ ἔννοια)
βλ. έγνοια.