Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αθύρω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

ἀθύρω (Α)
1. παίζω, διασκεδάζω
2. αστειεύομαι, παίζω
3. παίζω κάποιο όργανο
4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα dhwer
που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας (dhur-), με προθεματικό - (ņ), που αποτελεί επίσης μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα του ΙΕ en «ἐν» και επίθημα –yō. Ήτοι: ņ-dhur-yo > -θῦρ- > ἀθῦρω, με αντέκταση του σε Η αρχική σημ. της λ., σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, θα ήταν «ενορμώ, στριφογυρίζω», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «παίζω, ψυχαγωγούμαι» (πρβλ. και την παράλληλη εξέλιξη του ρ. διασκεδάζω στην Ελληνική από την αρχική σημ. του «σκορπίζω» στη σημ. του «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε ακόμη πως τα σύνθετα αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος δεν συνδέονται ετυμολογικά προς το ἀθῦρω, αλλά προς το ἄθυρος (- + θύρα) «ο χωρίς θύρα, χωρίς φραγμό».
ΠΑΡ. ἄθυρμα, αρχ. ἄθυρσις, ἀθυρεύεσθαι.