ακίδα

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

και αγκίδα ή αγκίθα, η (Α ἀκίς)
1. οξύ άκρο, αιχμή (συνήθως βελόνας, βέλους, αγκιστριού κ.ά.)
2. μικρό αιχμηρό κομμάτι, που αποσπάται από ξύλινο αντικείμενο, σχίζα, σκλήθρα
νεοελλ.
μικρό μεταλλικό καρφί, που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική
αρχ.
1. αιχμηρό αντικείμενο, βελόνα
2. βέλος, ακόντιο
3. κέντρισμα, παρόρμηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀκίς, ομόρριζη της λ. ἀκὴ Ι βλ. λ., ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου προέρχεται η κύρια σημ. της λ. («κάθε αιχμηρό αντικείμενο»), καθώς και πολλές μεταφορικές της χρήσεις, μολονότι παραμένει δυσερμήνευτη η σημ. «χειρουργικός επίδεσμος» με την οποία χρησιμοποιείται η λ. στον Γαληνό. Ο νεοελλ. τ. αγκίδα (ήδη του 16ου αιώνα) προήλθε από παρετυμολογική επίδραση άλλων λέξεων, όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι κ.τ.ό. (βλ. και κινάρα-αγκινάρα, άκανθα-αγκάθι). Το -θ- του τ. αγκίθα οφείλεται πιθανώς σε αναλογικό σχηματισμό κατά το σχήμα ασπίδα-ασπίθα.
ΠΑΡ. ακιδώδης, ακιδωτός
αρχ.-μσν.
ἀκιδῶ.
ΣΥΝΘ. ἀκιδοειδής
νεοελλ.
ακιδογράφημα, ακιδογραφικός, ακιδοφόρος. Βλ. και λήμμα ακ-].