ακτίνα
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
Greek Monolingual
και αχτίνα, η (Α ἀκτίς και ἀκτὶν -ῑνος)
φωτεινή γραμμή που εκπέμπεται από φωτοβόλο σώμα
νεοελλ.
1. κάθε φανταστική γραμμή, που ξεκινά από κεντρικό σημείο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση
2. το μήκος αυτής της ακτίνας και η έκταση, η απόσταση, μέχρι την οποία φθάνει μια ενέργεια ή δράση
άρχ.
1. ηλιακή ακτίνα και συνεκδ. ο ήλιος
2. αίγλη, λαμπρότητα, δόξα
3. αστραπή
4. φρ. «ἀκτῖνες μέσαι» μεσημέρι
«ἀνὰ μέσαν ἀκτῖνα», από τον Νότο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ., λόγω της μορφολογικής της συγγένειας με λ. όπως: γλωχίς, δελφίς, ὠδὶς κ.λπ., φαίνεται να είναι παράγωγο ονόματος
συνήθως συνδέεται με το σανσκρ. aktu «ακτινοβολία, νύκτα», με το γοτθ. uhtwo «αυγή» και με τον μεταπτωτικό λιθουανικό τ. ankstὶ «νωρίς». Η σύνδεση δε του ουσ. ἀκτὶς με λ. που έχουν τη σημασία «νύκτα», πρβλ. νύξ, λατ. nox -ctis, αποτελεί απλή υπόθεση.
ΠΑΡ. ακτινώδης, ακτινωτός
αρχ.
ἀκτινόεις, ἀκτινηδόν
νεοελλ.
ακτινέλλα, ακτίνη, ακτινίδες, ακτινίδιο, ακτινικός, ακτίνιο.
ΣΥΝΘ. ακτινογραφία, ακτινοειδής, ακτινοφόρος
αρχ.
ἀκτινοκράτωρ
μσν.
ἀκτινοφανής
νεοελλ.
ακτιναισθησία, ακτινενέργεια, ακτινενεργός, ακτινευαισθησία, ακτινίστια, ακτινοάντοχος, ακτινοβακίλλωση, ακτινοβιολογία, ακτινογενετική, ακτινοδάφνη, ακτινοδερματίτιδα, ακτινοδέσμη, ακτινοδιαγνωστική, ακτινόδους, ακτινόζωα, ακτινοθεραπεία, ακτινοθεραπευτής, ακτινοκάμαξ, ακτινόκερας, ακτινοκινηματογραφία, ακτινόκογχος, ακτινοκουζεστίνη, ακτινόκρινος, ακτινολαμπής, ακτινόλιθος, ακτινολογία, ακτινομετρία, ακτινομικρόμετρο, ακτινόμορφος, ακτινομύκητας, ακτινομυξίδια, ακτινόνημα, ακτινοπνευμονίτιδα, ακτινόποδα, ακτινόπτερις, ακτινοπτερύγια, ακτινοσκόπηση, ακτινοσκόπος, ακτινοστήμων, ακτινοστόλιστος, ακτινόστρωμα, ακτινοσφαίριο, ακτινοσφίγκτης, ακτινοτακτισμός, ακτινοτριχία, ακτινοτροπισμός, ακτινότροχος, ακτινουράνιο, ακτινόφρυς].