αλλοίος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].