αράχνη
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)
Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα
2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».
ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδης
μσν.
αραχναίος
νεοελλ.
αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.
ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφής
νεοελλ.
αραχνοΰφαντος].