αστειεύομαι

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

(AM ἀστειεύομαι)
μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά
νεοελλ.
φρ. αστειεύεσαι
φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση
αρχ.
μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα.