ασφάραγος

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

(I)
ἀσφάραγος, ο (Α)
φάρυγγας, λαιμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω». Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το ασφάραγος (II) στερείται αποδείξεως, ενώ άλλοι τη συνδέουν με λιθ. springstu, springti «πνίγω, στραγγαλίζω». Στον Όμηρο η λ. ασφάραγος είναι ευρύτερη σημασιολογικά από τη λ. λαυκανίη «λαιμός, φάρυγγας», γιατί δηλώνει επιπλέον την τραχεία, με την οποία πραγματοποιείται η ομιλία. Στον Ησύχιο σημαίνει «φάρυγξ ή βρόγχος», ενώ ο τ. σφάραγος δηλώνει «τον βρόγχο, τράχηλο, λαιμό»].
(II)
ἀσφάραγος, ο (Α)
1. ασπάραγος, σπαράγγι
2. το τρυφερό βλαστάρι άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. σφαραγούμαι «ξεχειλίζω, φουσκώνω», με λιθ. spurgas «βλάστηση, βλαστάρι», αρχ. ινδ. spūrjati «εμφανίζομαι απότομα, αναβρύω», που ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα (s)p(h)ereg- «τινάζομαι, πηδώ», αν και μεταξύ αυτών των τ. υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις τόσο από πλευράς μορφής όσο και σημασίας. Ετυμολογική σχέση της λ. με το ασφάραγος (Ι) δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί, ενώ δεν αποκλείεται η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ.].