ατμόσφαιρα

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

και ατμοσφαίρα, η
1. ο αέρας που περιβάλλει τη γη και αποτελείται από στρώματα αερίων και αέριων μιγμάτων, υδρατμούς και στερεά ή υγρά αιωρήματα
2. (ως μονάδα πίεσης) η πίεση που ασκεί στην επιφάνεια της θάλασσας μια κατακόρυφη στήλη ατμόσφαιρας σε κανονικές συνθήκες (ίση με την πίεση που ασκεί μια κατακόρυφη στήλη υδραργύρου ύψους 760 χιλιοστομέτρων)
3. οι μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σε κάποιον τόπο
4. το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος
5. η ψυχολογική κατάσταση σε μια ομάδα ανθρώπων
6. φρ. α) «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» — η ειδική κατάσταση που δημιουργείται σε ορισμένο τόπο και χρόνο από παράγοντες κοινωνικούς, ιστορικούς αισθητικούς κ.λπ.
β) «έργο με ατμόσφαιρα» — έργο που ασκεί υποβολή στον αναγνώστη ή τον θεατή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (νεολατιν.) atmosphaera, ελληνογενές < atm(o)- < ατμός + λατ. sphaera < σφαίρα
Ο τ. ατμοσφαίρα μαρτυρείται από το 1728 στον μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο, ενώ ο τ. ατμόσφαιρα από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Το αρχαίο σύνθετο ημίσφαιρα και τα νεώτερα υδρόσφαιρα και φωτόσφαιρα συνηγορούν υπέρ του τύπου ατμόσφαιρα, με αναβιβασμένο τον τόνο λόγω της συνθέσεως (αντί του τ. ατμοσφαίρα)].