βαθύγαιος

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαθύγαιος Medium diacritics: βαθύγαιος Low diacritics: βαθύγαιος Capitals: ΒΑΘΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: bathýgaios Transliteration B: bathygaios Transliteration C: vathygaios Beta Code: baqu/gaios

English (LSJ)

Ionic for βαθύγειος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].

Russian (Dvoretsky)

βαθύγαιος: = βαθύγειος.

Middle Liddell

γαῖα
with deep soil, productive, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύγαιος -ον Ion. voor βαθύγεως.