γαλακτοκόμος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
Spanish (DGE)
ποιμήν Hsch.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, Milchwärter, Hirt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτοκόμος: ὁ ποιμήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο
ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»].