γρύλλος

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρύλλος Medium diacritics: γρύλλος Low diacritics: γρύλλος Capitals: ΓΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: grýllos Transliteration B: gryllos Transliteration C: gryllos Beta Code: gru/llos

English (LSJ)

ὁ,
A = γρυλλισμός (Egyptian dance), Phryn.PSp.58 B.; performer in such a dance, ibid.
2 comic figure, caricature, in painting, Plin.HN35.114.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
1 danzante grotesco, PSorb.inv.2831.5 (II d.C.) en ZPE 78.1989.154, Phryn.PS 58
tal vez como mote payaso, SEG 36.970B.52 (Afrodisias III d.C.).
2 n. de una danza egipcia, Phryn.PS 58.
3 en pintura caricatura Plin.HN 35.114, GDRK S 9.9.
4 v. γρύλος.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, richtiger γρῦλος, s. B. A. p. 33 u. Arcad. 52, 1) Ferkel, VLL. – Auch der Meeraal, Nic. bei Ath. VII, 288 c VIII, 356 a. – 2) ein ägyptischer Tanz, B. A. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 caricature;
2 danse grotesque ou inconvenante;
3 celui qui danse cette danse.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

(I)
και γρύλος, ο (AM γρύλλος και γρύλος)
ο χοίρος
νεοελλ.
1. μοχλός για την ανύψωση βαρών, κυρίως τών τροχών αυτοκινήτων
2. σύρτης παραθύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γρύλ(λ)ος «μοχλός για την ανύψωση βαρών
σύρτης παραθύρων» πρέπει να προήλθε με σημασιολογική εξέλιξη από το γρύλ(λ)ος «χοίρος», ίσως λόγω του ιδιάζοντος θορύβου του μοχλού. Με τη σειρά τους το γρύλος (γρύλλος με εκφραστικό διπλασιασμό) καθώς και το γρυλίζω αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι το γρυλίζω μαρτυρείται προγενέστερα του γρύλος, αμφισβητείται η υπόθεση σύμφωνα με την οποία γρύλος < γρυλίζω εκφραστικά παρεκτεταμένος τ. με επίθημα -λ πιθ. κατά τα θρυλέω, -ίζω, θρύλος) < γρυ. Αντίθετα, θεωρείται πιθανόν ότι το γρύλος (< γρυ) προϋπήρχε τών εν λόγω γραπτών μαρτυριών, απ' όπου και το γρυλίζω.
(II)
γρύλλος, ο
1. γρυλλισμός, αιγυπτιακός χορός
2. χορευτής του γρύλλου
3. γελοιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γρύλλος, με βασική σημασία «αιγυπτιακός χορός» απ' όπου και «γελοιογραφία», αποτελεί λ. άγνωστης ετυμολ. Δεν συνδέεται με το γρύλ(λ)ος (Ι), ενώ η προέλευση του από το ανθρωπωνύμιο Γρύλλος (η σωστή γραφή του οποίου πιθ. είναι Γρύλος) δεν είναι αποδεκτή].
(III)
ο
γενική ονομασία τών Ορθόπτερων Εντόμων της οικογένειας Γρυλλίδες (Gryllidae), το τριζόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < νεολατιν. gryllus < (λατ. gryllus, -i) «τριζόνι
γελοιογραφία» < γρύλλος (ΙΙ) «αιγυπτιακός χορός
χορευτής του γρύλλου
γελοιογραφία». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται στο γρύλ(λ)ος (Ι) «γουρούνι»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: caricature (Plin. HN 35, 114);
Derivatives: γρυλλο-γραφέω draw caricatures (Phld.). Also a dance (Phryn. PS p. 58 B.); thus also γρυλλισμός, with γρύλλος = ὁ ὀρχούμενος (ibid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Called Egyptian, i.e. hellenistic, by Phrynichos, s. Latte Glotta 34, 190f. Not from the PN Γρύλλος (Plin.) Latte l.c. Further Page, CR 7 (1957)189-191, Maas, Greece and Rome 5 (1958) 71. There is no relation between γρύλλος and γρῦλος. Chantr. thinks the connection between dance and caricature is evident.

Frisk Etymology German

γρύλλος: {grúllos}
Grammar: m.
Meaning: Karikatur (Plin. HN 35, 114);
Derivative: γρυλλογραφέω karikieren (Phld.).
Etymology: Auch Bez. eines unanständigen Tanzes (Phryn. PS p. 58 B.); im selben Sinn auch γρυλλισμός, wozu sekundär γρύλλος = ὁ ὀρχούμενος (ibid.). — Die Wörter werden von Phrynichos als "ägyptisch", d. h. hellenistisch bezeichnet, vgl. Latte Glotta 34, 190f., wo auch über die Bedeutung. Sonst dunkel; gegen Herleitung aus dem PN Γρύλλος (Plin.) Latte a. a. O.
Page 1,329