διαντλέω
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
drain, exhaust: only metaph., drink to the dregs, endure to the end, νοῦσον Pi.P.4.293; πόνους E.Andr.1217 (lyr.); οἰκουρίας Id.HF1373; βίου χρόνον Ph.1.161; ὕθλους καὶ λήρους Luc.Pseudol. 25: abs., Heraclit.Incred.21:—Pass., πόλεμος διηντλήθη Pl.Mx. 241e, cf. Lib.Or.59.94.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. nom. sg. masc. διαντλήσαις Pi.P.4.293]
soportar hasta el final οὐλομέναν νοῦσον Pi.l.c., cf. Plu.Arat.52, πόνους E.Andr.1217, Pl.Ax.366d, Lib.Ep.419, μακρὰς ... οἰκουρίας E.HF 1373, τοῦ βίου χρόνον Ph.1.161, ὕθλους καὶ λήρους Luc.Pseudol.25, γῆρας D.H.6.21, τὸ ζῆν ὧδε AP 7.127 (D.L), en v. pas. τῇ πόλει διηντλήθη ὁ πόλεμος Pl.Mx.241e, cf. Lib.Or.59.94
•abs. ἐκ μακρᾶς ἀποδημίας καὶ ἐπικινδύνου δια<ν>τλήσας ἐσώθη Heraclit.Par.21, c. part. pred. del suj. y ac. de tiempo παῖδες ... πρὸς ἀλλοτρίας θύρας κεχηνότες διήντλησαν τοσούτους ἐνιαυτούς Them.Or.34.18.
German (Pape)
[Seite 593] ausschöpfen; übertr., ganz aushalten, erdulden, νοῦσον, Pind. P. 4, 293; πόνους, Eur. Androm. 1218; πάσῃ τῇ πόλει διηντλήθη ὁ πόλεμος Plat. Menex. 242 a; – Sp., z. B. πάθος, Plut. Arat. 51.
French (Bailly abrégé)
διαντλῶ :
épuiser complètement ; fig. δ. πόνους EUR supporter jusqu'au bout des épreuves.
Étymologie: διά, ἀντλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αντλέω verduren, tot het einde verdragen:. πόνους ἐς Ἅιδαν mijn ellende tot aan Hades Eur. Andr. 1217; ὕθλους καὶ λήρους onzin en geklets Luc. 51.25.
Russian (Dvoretsky)
διαντλέω: досл. вычерпывать до конца, исчерпывать, перен. претерпевать, переносить, выдерживать (νοῦσον Pind.; πόνους, μακρὰς οἰκουρίας Eur.): οὗτος μὲν δὴ πάσῃ τῇ πόλει διηντλήθη ὁ πόλεμος Plat. так вот какую войну вынесло все это государство.
Greek (Liddell-Scott)
διαντλέω: ἀφαιρῶ ἐντελῶς, ὅλως ἐξαντλῶ· μόνον μεταφ. ὡς τὸ Λατ. exhaurire, exantlare labores, πίνω μέχρι τρυγός, ὑπομένω μέχρι τέλους, νοῦσον Πίνδ. Π. 4. 522· πόνους Εὐρ. Ἀνδρ. 1217· οἰκουρίας ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1373· πόλεμον Πλάτ. Μενεξ. 241Ε.
English (Slater)
διαντλέω drain to the bottom met., see the end of εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.293)
Greek Monotonic
διαντλέω: μέλ. -ήσω, εξαντλώ, αποστραγγίζω· μεταφ., όπως το Λατ. exhaurire, πίνω μέχρι και το κατακάθι του μούστου, μέχρι και την τρυγία, αντέχω, υπομένω ως το τέλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to drain out, exhaust: metaph., like Lat. exhaurire, to drink even to the dregs, endure to the end, Eur.