διχόνοια
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἡ, discord, disagreement, Pl.Alc.1.126c, Plu.2.70c; δ. περὶ τοῦ ἀρίστου Ph.2.181: c. gen., disagreement with, τῆς Ἀντωνίου γνώμης App.BC5.33.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 desacuerdo, disensión op. ὁμόνοια Pl.Alc.1.126c, D.Chr.38.15, c. gen. δ. τῆς Ἀντωνίου γνώμης desacuerdo con la opinión de Antonio App.BC 5.33, c. giro prep. ἡ περὶ τοῦ ἀρίστου ... δ. Ph.2.181
•discordia τῆς διχον[οί] ας [ἔλ] ηξαν pusieron fin a la discordia Phld.Mus.4.18.39, cf. 20.10, ἐν στάσει καὶ διχονοίᾳ ἐστὶν ὁ βίος I.AI 18.374, οἰκία ... διχονοίας γέμουσα Plu.2.70c, cf. Origenes Dial.15, Const.Ep. en Eus.VC 3.17.2, Gr.Naz.M.36.176B, Const.App.2.20.3, ὁ δῆμος ... διχονοίαις ἀναπτόμενος Lyd.Mag.2.15, cf. 29, 3.47.
2 contradicción ἡ τῆς γνώμης δ. Thdt.Is.8.106.
German (Pape)
[Seite 647] ἡ, Verschiedenheit des Sinnes, Uneinigkeit; καὶ στάσις Plut. de adul. et am. discr. 44; App. B. C. 5, 33 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
divergence d'opinion, dissentiment.
Étymologie: διχόνοος.
Russian (Dvoretsky)
διχόνοια: ἡ разногласие, раздор (ὁμόνοια ἢ δ. Plat.; στάσις καὶ δ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόνοια: ἡ, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 126C, Πλούτ. 2. 70C, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM διχόνοια)
διχοστασία, φιλονικία, διένεξη.
Greek Monotonic
δῐχόνοια: ἡ, ασυμφωνία, διαφωνία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δῐχόνοια, ἡ, n
discord, disagreement, Plat. [from δῐχόνοος]
Translations
contradiction
Asturian: contradicción; Bulgarian: отрицание, противоречие; Catalan: contradicció; Chinese Mandarin: 反对, 反驳; Danish: modsigelse; Dutch: tegenspraak, contradictie; Finnish: kiistäminen; French: contradiction; Galician: contradición; German: Widerspruch; Greek: αντίφαση; Ancient Greek: ἀντεισαγωγή, ἀντίθεσις, ἀντίλεξις, ἀντιλόγημα, ἀντιλογία, ἀντιλογίη, ἀντιταλάντευσις, ἀντίφασις, ἀπέμφασις, διαφωνία, τὸ διάφωνον, διχόνοια, διχοστασία, ἐναντιολογία, ἐναντιότης, ἐναντίωμα, ἐναντίωσις, ὑπεναντιολογία, ὑπεναντιότης, ὑπεναντίωμα, ὑπεναντίωσις; Hungarian: ellentmondás, ellenkezés; Indonesian: percanggahan, kontradiksi; Irish: bréagnú; Italian: contraddizione; Japanese: 矛盾; Korean: 모순; Latin: contradictio, repugnantia, obloquium, oblocutio; Latvian: pretruna; Lithuanian: prieštaravimas; Macedonian: противречие, противречење; Nepali: विरोधाभास; Norwegian Bokmål: motsigelse; Occitan: contradiccion; Old English: wiþcwedennes; Portuguese: contradição; Romanian: contradicție, contrazicere; Russian: противоречие; Serbo-Croatian: противречје, противречност; Swedish: motsägelse