δυσπόρευτος
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
English (LSJ)
δυσπόρευτον, hard to pass, πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7; ἀνοδίαι Ph.2.14; ὁδοί D.C.53.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable, difícil de recorrer πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7, ὅρια ... δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ Them.Or.14.181b, χώρα Str.16.4.24, ἀνοδίαι Ph.2.14, ὁδός D.S.4.80, cf. D.C.53.22.1, Poll.3.96.
2 que fluye con dificultad, no muy fluido αἷμα Steph.in Hp.Progn.186.15
•fig. torpe, lento (ἡ ψυχή) δ. ἐστι πρὸς τὰς τοιαύτας κινήσεις Gr.Nyss.Beat.166.24.
German (Pape)
[Seite 687] unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser, peu praticable.
Étymologie: δυσ-, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπόρευτος: труднопроходимый, непроезжий (πηλὸς δ. ταῖς ἁμάξαις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόρευτος: -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.
Greek Monolingual
δυσπόρευτος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.
Greek Monotonic
δυσπόρευτος: -ον (πορεύομαι), δύσβατος, δύσκολος ως προς τη διάβαση, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-πόρευτος, ον [πορεύομαι]
hard to pass, Xen.