εντοπίζω
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(Μ ἐντοπίζω)
1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω
2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτι («εντοπίζω τον δράστη»).