εξελαύνω

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

ἐξελαύνω (AM) ελαύνω
1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος
αρχ.
1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.)
2. (για άλογα και οχήματα) καταδιώκω, κυνηγώ από το ένα μέρος στο άλλο
3. βγάζω, οδηγώ έξω («ἐξελαύνειν νῆα ὅρμου»)
4. επιτίθεμαι
5. εξέρχομαι έφιππος
6. εξέρχομαι μετέχοντας σε πομπή
7. διώχνω, απαλλάσσομαι από κάποιον («ἐξελαύνων τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον», Πλούτ.)
8. βγάζω κάτι με το πλύσιμο («πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων», Καλλίμαχος)
9. αποβάλλω με χτύπημαχαμαὶ δὲ καὶ πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι», Ομ. Οδ.)
10. (για μέταλλα) κόβω σφυρηλατώντας.