επικαλώ
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek Monolingual
(AM ἐπικαλῶ, -έω)
μέσ. επικαλούμαι
1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.)
2. προσκαλώ ως μάρτυρες
3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.)
4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε βοήθεια ή για προστασία (α. «ἐπικαλέω τοι τὴν θεόν», Ηρόδ.
β. «το Θιο μου επικαλέσθηκα, και μ’ άκουσε», Λασκαρ.)
νεοελλ.
μέσ. καταφεύγω σε κάτι για την υπεράσπισή μου, το χρησιμοποιώ προς όφελός μου («επικαλούμαι το άρθρο 100 του Ποινικού Νόμου»)
μσν.
ονομάζομαι
αρχ.
1. προσκαλώ τον θεό ως μάρτυρα σε όρκο μου («ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν», Αριστοφ.)
2. καλώ κάποιον να παρουσιαστεί, να προσέλθει («γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες», Ομ. Οδ.)
3. (για τους εφόρους) καλώ μπροστά μου
4. μέσ. ζητώ επειγόντως, και ειδ. βοηθό, σύμμαχο («ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους», Ηρόδ.)
5. μέσ. προκαλώ σε μάχη («ἤν... ἐπικαλέσωνται σφέας οἱ Περίνθιοι», Ηρόδ.)
6. καλώ με επώνυμο ή με παρωνύμιο, με παρατσούκλι, αποκαλώ
7. φέρω κατηγορία, κατηγορώ κάποιον («ἐπικαλοῦν
τες ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσι», Θουκ.)
8. φιλονικώ με κάποιον («τοὺς ἐπικαλοῦντας ἀλλήλοις», Πλάτ.)
9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) ὁ ἐπικαλῶν
ο κατήγορος
10. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικαλούμενα
α) ποσά που απαιτεί κάποιος
β) ποσά που κατηγορείται κάποιος ότι κατακρατεί.