εστιώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

(ΑΜ ἑστιῶ, -άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) εστία
παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ
μσν.-αρχ.
μέσ. ἑστιῶμαι
τρώω
αρχ.
1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου
2. (για κτήρια ή αίθουσες) χρησιμεύω ως εστιατόριο
3. κάνω γαμήλιο συμπόσιο
4. πανηγυρίζω νίκη με συμπόσιο
5. γιορτάζω την ημέρα της γεννήσεως με συμπόσιο
6. περιποιούμαι, προσφέρω πνευματική τέρψη ή μάθηση
7. ψυχαγωγώ, ευφραίνω, τέρπω
8. (μτχ.) οἱ ἑστιῶντες
αυτοί που φιλοξενούν, που φιλεύουν
9. παθ. α) φιλοξενούμαι, φιλεύομαι
β) συμποσιάζωἐνύπνιον ἑστιώμεθα;» — στον ύπνο συμποσιάζουμε, Αριστοφ.).