εἱαμενή
English (LSJ)
or εἰαμενή, ἡ, a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.Dian.193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.
Spanish (DGE)
(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): εἰαμ- Colluth.221, EM 295.16G.
• Morfología: [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.Dian.193]
pradera al borde de un río, vega ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma, Il.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.
German (Pape)
[Seite 722] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von ἕσις ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit ἠϊών u. ἠϊόεις in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. ἰαμεναί.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
prairie humide, fond de vallée herbeuse.
Étymologie: cf. 3ᵉ pl. épq. εἵαται, de ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱᾰμενή: ἢ εἰαμένη, ἡ, «τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἧμαι (Ἐπ. γ΄ πληθ. εἵαται), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, προτιμητέος ὁ παροξύτ. τύπος εἱαμένη).
Greek Monolingual
εἱαμενή, η (Α)
λιβάδι σε υγρὸ τόπο.
Greek Monotonic
εἱᾰμενή: ἡ, τροφή ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, λιβάδι, ἐν εἰαμενῇ ἕλεος, σε ένα ελώδες λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: low land, humid prairie (Il.),
Other forms: ἴαμνοι pl. id. (Nic., H.). Cf. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H. (εἰ-)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in δεξαμενή (s. v.). Initial εἱ- for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation -μεν-/-μν-, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).
Middle Liddell
εἱᾰμενή, ἡ,
a river-side pasture, meadow, ἐν εἰαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
εἱαμενή: (εἰ-)
{heiamenḗ}
Forms: ἴαμνος pl. ib. (Nik., H.). Vgl. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H.
Grammar: f.
Meaning: Niederung, feuchte Wiese, Aue (ep. seit Il.),
Etymology: Partizip mit Akzentverschiebung wie in δεξαμενή (s. d.); sonst dunkel. Anlautendes εἱ- kann metrisch bedingt sein.
Page 1,450