εὐτρεφής
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
Ep. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω)
A well-fed, ὄϊες ἐϋ. Od.9.425; αἰγὸς ἐϋ. 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.Cyc.380 (prob.l.), cf. Pl. Lg.835d.
II nourishing, Thphr. CP 1.18.1 (v.l. εὐτραφοῦς).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋτρεφής;
ής, ές :
bien nourri, gras, fort.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
German (Pape)
ές, und ἐϋτρεφής,
1 die mehr dichterische Form für εὐτραφής, vgl. Lobeck zu Phryn. 477, z.B. αἰγὸς ἐϋτρεφέος Od. 14.530, ὄϊες 9.425; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Eur. Cycl. 380.
2 wohl nährend, ὕδωρ εὐτρεφέστατον Aesch. Spt. 289.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρεφής: эп. ἐϋτρεφής 2
1 хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.);
2 Aesch. v.l. = εὐτραφής 5.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεφής: Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Εὐριπ. Κύκλ. 380, ἔνθα ὁ Scal. εὐτραφέστατον· διότι τὸ εὐτραφὴς εἶναι ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 (ἔνθα διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).
Greek Monolingual
εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)
1. ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυτρεφής].
Greek Monotonic
εὐτρεφής: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, ευτραφής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Middle Liddell
τρέφω
well-fed, Od., Eur.