εὔλεκτρος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλεκτρος Medium diacritics: εὔλεκτρος Low diacritics: εύλεκτρος Capitals: ΕΥΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: eúlektros Transliteration B: eulektros Transliteration C: eylektros Beta Code: eu)/lektros

English (LSJ)

εὔλεκτρον,
A bringing wedded happiness, of Aphrodite, S.Tr.515 (lyr.), AP5.244 (Maced.).
2 a beauteous bride, S.Ant.796 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1078] mit schönem Bett; νύμφα, die schöne Braut, Soph. Ant. 791; Κύπρις, die ein schönes Ehebett gewährt, Tr. 513; so Maced. 7 (V, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont la couche est désirable;
2 propice aux hymens.
Étymologie: εὖ, λέκτρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔλεκτρος:
1 прелестный, желанный (νύμφη Soph.);
2 благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак (Κύπρις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔλεκτρος: -ον, παρέχων συζυγικὴν εὐτυχίαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Τρ. 515, Ἀνθ. Π. 5. 545 · ἐπὶ νύμφης, ὡραία, Σοφ. Ἀντ. 795.

Greek Monolingual

εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].

Greek Monotonic

εὔλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική ευτυχία, αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔ-λεκτρος, ον λέκτρον
bringing wedded happiness, blessing marriage, Soph.