κακοπαθής
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
κακοπαθές, (πάθος)
A miserable, in evil plight, Vett.Val.2.5. Adv. κακοπαθῶς = in patient wretchedness, Arist.Pol.1269b10; διάγειν Vett.Val.121.34.
II troublesome, difficult, Hero Aut.5.1.
German (Pape)
[Seite 1301] ές, Unglück leidend, unglücklich, mühselig, Philo. – Adv., κακοπαθῶς ζῆν Arist. pol. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre de mauvais traitements, malheureux.
Étymologie: κακός, πάσχω.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπᾰθής: -ές, (πάθος) ὁ πάσχων κακά, ἐν δυστυχίᾳ εὑρισκόμενος, Φίλων Μηχαν. 56. - Ἐπιρρ. -θῶς, ἀθλίως, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 4.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοπαθής, -ές)
αυτός που ζει σε δυστυχία και αθλιότητα, που υφίσταται ή έχει υποστεί συμφορές, ταλαιπωρίες
αρχ.
δυσχερής, επίπονος, οχληρός, ενοχλητικός.
επίρρ...
κακοπαθώς (Α)
άθλια («κακοπαθῶς ζῶντες ἐπιβουλεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -παθής < θ. παθ-, πρβλ. έ-παθ-ον του πάσχω (πρβλ. καινοπαθής, τυφλοπαθής)].
Greek Monotonic
κᾰκοπᾰθής: -ές (πάσχω), αυτός που υφίσταται βάσανα, υποφέρει δεινά, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία· επίρρ. -θῶς, αθλίως, σε Αριστ.
Middle Liddell
κᾰκο-πᾰθής, ές πάσχω
suffering ill, in ill plight; adv. κακοπαθῶς, miserably, Arist.
Translations
Arabic: بَائِس; Moroccan Arabic: مسْكين, مسْكينة; Armenian: դժբախտ; Bulgarian: окаян, злочест; Catalan: trist, desgraciat. miserable; Chinese Cantonese: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Hakka: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Mandarin: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Min Nan: 悲慘, 悲惨, 淒慘/悽慘, 凄惨, 慘, 惨; Cornish: moredhek; Czech: nešťastný, bědný; Danish: elendig; Esperanto: mizera; Finnish: kurja; French: misérable; Galician: miserábel; German: elend, erbärmlich, jämmerlich, miserabel; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Greek: άθλιος; Ancient Greek: ἄθλιος, μέλεος, δύστηνος; Hebrew: אֻמְלָל, מסכן; Hungarian: nyomorult; Icelandic: ömurlegur, ömurleg, ömurlegt; Irish: aimléiseach, ainnis, anóiteach, galair; Japanese: 惨めな, 悲惨な; Korean: 불행한 상황; Latin: miser; Manchu: ᡤᠣᠰᡳᡥᠣᠨ; Maori: tiwhatiwha, kotonga; Middle English: myschevous; Norman: mînséthabl'ye; Norwegian Bokmål: kummerlig; Old English: earm; Polish: nędzny, nieszczęśliwy; Portuguese: miserável; Romanian: mizerabil, nenorocit, mizer; Russian: несчастный, бедный; Sanskrit: दीन; Scottish Gaelic: brònach; Spanish: miserable; Tocharian B: anas; Vietnamese: khốn khổ; Walloon: mizeråve, pôvriteus, pôvriteuse, minåve; Welsh: penisel