κατάκοιτος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον, in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.
German (Pape)
[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. απόκοιτος, πρόκοιτος].