κατάπλασμα
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
-ατος, τό, plaster, poultice, cataplasm, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλασμα: ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut.
Greek Monolingual
το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.
Mantoulidis Etymological
(=ἔμπλαστρο). Ἀπό τό καταπλάσσω (=ἀλείφω) → κατά + πλάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
poultice
Bulgarian: компрес, лапа; Catalan: cataplasma; Danish: omslag, grødomslag; Dutch: papomslag, cataplasma; Faroese: greytarbak; Finnish: haude; French: cataplasme, emplâtre; Galician: emplasto, cataplasma, papuxas; German: Kataplasma, Wickel, Umschlag, Packung; Greek: κατάπλασμα; Ancient Greek: ἔμπλασμα, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, ἔμπλαστος, ἔμπλαστον, κατάπλασμα, κατακίκκας, κατακόκκας; Irish: ceirín; Italian: cataplasma; Japanese: 罨法; Latin: fomentum, cataplasma; Maori: whakapiripiri, tākai; Norman: poussot, vithicatouaithe; Norwegian: grøtomslag; Plautdietsch: Pleista; Portuguese: emplastro, emplasto, cataplasma; Russian: припарка; Spanish: cataplasma; Swedish: grötomslag, foment, omslag; Tocharian B: tsatsāpar