κατάσχετος
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
κατάσχετον, poet. for κάτοχος,
A held back, kept back, κατάσχετόν τι καλύπτειν S.Ant.1253.
II held fast, possessed, κακίαις Phld. Lib.p.27 O.; κ. δαιμονίῳ πνεύματι D.H.1.31; θείᾳ μέθῃ Ph.1.103; [ταῖς θεαῖς] Phalar.Ep.93.1; οἴστρῳ AP5.225 (Paul. Sil.); λύσσῃ Paus.8.19.3; ἐκ Νυμφῶν Id.10.12.11: abs., inspired, Str.11.4.7.
German (Pape)
[Seite 1384] p. = κάτοχος, bes. von einer Gottheit besessen, begeistert, δαιμονίῳ πνεύματι κατάσχετον γινομένην Dion. Hal. 1, 31; ἐκ Νυμφῶν Paus. 10, 12, 11. – Soph. Ant. 1238 ist es =
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retenu, contenu.
Étymologie: κατέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάσχετος -ον, adj verb. van κατέχω achtergehouden, verborgen:. τι καὶ κατάσχετον... καλύπτει zij houdt ook iets verborgen Soph. Ant. 1253. bezeten, in de greep gehouden:. κ. τοῖς βακχικοῖς πάθεσιν door Bacchische extase bezeten Plut. Br. 15.6.
Russian (Dvoretsky)
κατάσχετος: (= κάτοχος)
1 сдержанный, скрытый, затаенный (κατάσχετόν τι καλύπτειν καρδίᾳ Soph.);
2 одержимый, преследуемый (τοῖς βακχικοῖς πάθεσιν Plut.; οἴστρῳ Anth.).
Greek Monolingual
κατάσχετος, -ον (Α) κατέχω
(ποιητ. τ. αντί κάτοχος)
1. αυτός που τον κατέχει ή τον κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.)
2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις»)
3. θεόπνευστος («κατάσχετος γενόμενος», Στράβ.)
4. φρ. «κατάσχετος δαιμονίῳ
κατεχόμενος από δαιμόνιο, δαιμονισμένος (Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
κατάσχετος: -ον, ποιητ. αντί κάτοχος, αυτός που κρατιέται πίσω, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσχετος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κάτοχος, ὀπίσω κρατημένος, κρυπτός, κατάσχετόν τι καλύπτειν Σοφ. Ἀντ. 1253. ΙΙ. κρατούμενος ἰσχυρῶς, κατεχόμενος, ἔνθους, κ. δαιμονίῳ πνεύματι, δαιμονισμένος, Διον. Ἁλ. 1. 31· ταῖς θεαῖς Φαλάρ. Ἐπιστ. 12, πρβλ. θεόληπτος· οἴστρῳ Ἀνθ. ΙΙ. 5. 226· λύσσῃ Παυσ. 8. 19. 3· ἐκ Νυμφῶν, πρβλ. νυμφόληπτος, ἐκ Θεοῦ ὁ αὐτ. 10 12, 11· ὑπὸ φόβου Ἐτυμ. Μέγ. 187. 32.
Middle Liddell
κατάσχετος, ον poet. for κάτοχος
held back, Soph.