κατατρύχω

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρύχω Medium diacritics: κατατρύχω Low diacritics: κατατρύχω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΧΩ
Transliteration A: katatrýchō Transliteration B: katatrychō Transliteration C: katatrycho Beta Code: katatru/xw

English (LSJ)

[ῡ], wear out, exhaust, δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ λαούς Il.17.225; ἵνα μή σε κ. καὶ ἑταίρους Od.15.309, cf. 16.84; τίς τυ κατατρύχει; Theoc.1.78, cf. AP7.630 (Antiphil.), Luc.Herm.77, Dips.4, PLond.5.1677.50 (vi A.D.):—Pass., μελέτῃ κατατρυχόμενοι E.Med.1100 (anap.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. κατέτρυχον;
briser, user, fatiguer, épuiser, acc. : λαοὺς δώροισι καὶ ἐδωδῇ IL épuiser les peuples en exigeant d'eux des présents et des vivres.
Étymologie: κατά, τρύχω.

English (Autenrieth)

wear or waste away, exhaust, consume.

Greek Monolingual

(AM κατατρύχω)
(επιτ. τ. του τρύχω) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύχω «καταπονώ»].

Greek Monotonic

κατατρύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, εξουθενώνω, εξαντλώ, σε Όμηρ., Θεόκρ. — Παθ., κατατρυχόμενοι, σε Ευρ.

German (Pape)

(τρύχω), zerreiben, aufreiben; τὰ φρονέων δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ λαούς, das Volk durch Geschenke und Speisungen, die es geben muß, erschöpfen, aussaugen, Il. 17.225, vgl. Od. 15.309, 16.84; μελέτῃ κατατρυχόμενοι Eur. Med. 1100; Theocr. 1.78; ἔπος με κατέτρυχε Antiphil. 43 (VII.630); überhaupt verzehren, entkräften, in späterer Prosa, denn Xen. Cyr. 5.4.6, ἦσαν δὲ μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ist κατατετρύχθαι v.l. der schlechteren mss., und wahrscheinlich κατατετάσθαι zu lesen; ἑαυτόν, sich abquälen, Luc. Hermot. 77.

Russian (Dvoretsky)

κατατρύχω: (ῡ) (только praes. и impf.) изнурять, измучивать, разорять (λαοὺς δώροισι καὶ ἐδωδῇ Hom.; τινά Luc.; τὴν ψυχὴν ταῖς φροντίσιν Plut.; ἑαυτόν Luc.; μελέτῃ κατατρυχόμενος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρύχω afmatten, uitputten:; κατατρύχω... λαούς ik put mijn krijgsvolk uit Il. 17.225; kwellen:. μελέτῃ κατατρυχομένους verteerd door zorgen Eur. Med. 1100.

Middle Liddell

fut. ξω
to wear out, exhaust, Hom., Theocr.:—Pass., κατατρυχόμενοι Eur.