κατατρώγω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρώγω Medium diacritics: κατατρώγω Low diacritics: κατατρώγω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: katatrṓgō Transliteration B: katatrōgō Transliteration C: katatrogo Beta Code: katatrw/gw

English (LSJ)

fut. -τρώξομαι Cratin.143: aor. 2 κατέτρᾰγον Ar.Ach. 809:—eat up, esp. fruits and vegetables, ll.cc., Thphr. HP 9.11.9, LXX Pr.24.23 (29.27), Theoc.5.115, Luc.Apol.5: c. gen., Plu.Art.3, etc.: aor. 1 part. κατατρώξαντες Timo 66.6:—Pass., Arist.Pr.925a31.

French (Bailly abrégé)

f. κατατρώξομαι, ao.2 κατέτραγον;
dévorer, manger, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρώγω opknabbelen, opeten.

Russian (Dvoretsky)

κατατρώγω: (fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать (τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ ἀνάρρινον Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.).

Greek Monolingual

((AM κατατρώγω)
(επιτ. τ. του τρώγω)
1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς
2. καταβροχθίζω
3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τον κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)
4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ
νεοελλ.
μτφ. (για φωτιά) κατακαίω.

Greek Monotonic

κατατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ κατ-έτρᾰγον, ροκανίζω, μασουλώ, τραγανίζω σε κομμάτια, κατατρώγω, σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, κυρίως περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων καταναλίσκω, τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.

Middle Liddell

fut. -τρώξομαι aor2 κατ-έτρᾰγον
to gnaw in pieces, eat up, Ar.; c. gen., Plut.