κιβώτιο

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν)
μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί, κάσα, κασόνι, κασέλα, μπαούλο
νεοελλ.
φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο ακροδεκτών» — κιβώτιο στο οποίο καταλήγουν τα καλώδια μιας εσωτερικής ηλεκτρικής εγκατάστασης
β) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο αντιστάσεων» — σύνολο αγωγών οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πρότυπη και κατά προτίμηση ανεξάρτητη της θερμοκρασίας ηλεκτρική αντίσταση
γ) (ηλεκτρολ.) «κιβώτιο διακλάδωσης» — εξαρτήματα τών υπόγειων καλωδίων στις εξωτερικές ηλεκτρικές εγκαταστάσεις τα οποία αποτελούνται από δύο χυτοσίδηρο κελύφη
δ) (αυτοκ.) «κιβώτιο ταχυτήτων» — διάταξη αλλαγής της ταχύτητας του αυτοκινήτου
μσν.
λειψανοθήκη
αρχ.
1. κληρωτίδα
2. ψηφοδόχος, κάλπη
3. σκεύος όπου έριχναν τα χρήματα της ελεημοσύνης για τους φτωχούς
4. κιβωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + υποκορ. κατάλ. -ιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κιβωτιοποιείο, κιβωτιοποιία, κιβωτιοποιός, κιβωτιόσχημος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αεροκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, λιποκιβώτιο, ξυλοκιβώτιο, σιδηροκιβώτιο, χρηματοκιβώτιο].