κολλοειδής

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης
2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής»
χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10-7 και 10-3 εκατοστομέτρων, μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεά και είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε αέριο, υγρό ή στερεό μέσο διασποράς
β) α. «κολλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μετατροπή της θεμέλιας ουσίας του συνδετικού ιστού σε λευκωματοειδή ουσία που μοιάζει με βλεννίνη από την οποία διαφέρει χάρη στην ανθεκτικότητά της στα οξέα και τα αλκάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊde < αγγλ. colloid < coll(o)- (< κόλλα) + -oid (< μσν. γαλλ. -oide και λατ. -oϊdes < -ειδής < εἶδος.